πικρόγλυκος

πικρόγλυκος
-η, -ο
1. αυτός που έχει γεύση πικρή και γλυκιά μαζί.
2. μτφ., ο ευχάριστος και δυσάρεστος ταυτόχρονα: Μου έφερες νέα πικρόγλυκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πικρόγλυκος — η, ο, Ν 1. πικρός και ταυτόχρονα γλυκός, αυτός που έχει πικρή και μαζί γλυκιά γεύση («πικρόγλυκη σάλτσα») 2. δυσάρεστος και μαζί ευχάριστος («πικρόγλυκα μαντάτα») …   Dictionary of Greek

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”